- Αλεξανδρεωτικος
- Ἀλεξανδρεωτικός3александрийский Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλεξανδρεωτικός — ή, ό (Α ἀλεξανδρεωτικός, ή, ὸν) [ἀλεξανδρεώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια ή που προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek